Δευτέρα 27 Ιουλίου 2015

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΚΟΠΗ ΑΧΑΪΑΣ ΤΟ ΕΤΟΣ 1836 ΜΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΜΕΛΕΤΙΟΥ (ΓΗΜΑΡΑΚΗ) ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟ - π. Ευάγγελος Πριγκιπάκης


Η  ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ
ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΚΟΠΗ ΑΧΑΪΑΣ ΤΟ ΕΤΟΣ 1836
ΜΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΜΕΛΕΤΙΟΥ (ΓΗΜΑΡΑΚΗ)
 ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟ*

Του
Πρωτοπρεσβυτέρου
Ευαγγέλου Κ. Πριγκιπάκη, Δρος Θ.
Καθηγητού του Πρότυπου Πειραματικού Γυμνασίου Πατρών

 
Στον πολιό
και σεβάσμιο Λευίτη,

Πρωτοπρεσβύτερο
π. ΜΙΧΑΗΛ  ΚΑΡΑΠΑΤΑΚΗ,

αντίδωρο αγάπης, 
τιμής κι ευγνωμοσύνης

          



 Η ενασχόληση της έρευνας με την ιστορία της τοπικής Εκκλησίας των Πατρών γενικότερα και ειδικότερα με αυτήν της περιόδου μετά τη σύσταση του Νέου Ελληνικού Κράτους στις αρχές του 19ου αι. είναι εξαιρετικά περνιχρή, με συνέπεια  να μην έχει καταστεί ακόμη δυνατό να ανασυντεθεί και η περίοδος του βίου της ως «Επισκοπής Αχαΐας» από το 1834 μέχρι και το 1852 στη συμπλήρωση της ιστορικής εικόνας της οποίας θα προσπαθήσει να συμβάλλει η παρούσα μελέτη με την παρουσίαση και ανάλυση της έκθεσης «περί της θρησκευτικής και ηθικής καταστάσεως» στην επισκοπή του πρώτου ποιμενάρχου της Μελετίου Γημαράκη το έτος 1837 .
      Είναι γνωστό ότι το 1833 η μέχρι τότε παλαίφατη Μητρόπολη Παλαιών Πατρών αποκόπηκε αντικανονικά από τη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και συγκρότησε μαζί με τις άλλες εκκλησιαστικές επαρχίες του νεοσύστατου Ελληνικού Βασιλείου την «Ελληνικήν Εκκλησίαν» με αρχηγό το νέο Βασιλέα των Ελλήνων Όθωνα, ο οποίος, έπειτα από πρόταση των οριζόμενων από τον ίδιο μελών της Ιεράς Συνόδου, καθόρισε με σειρά διαταγμάτων τόσο τους τίτλους των νεοσύστατων εκκλησιαστικών επαρχιών, όσο και τα πρόσωπα που θα τοποθετούνταν στους θρόνους τους.
Έτσι, με το διάταγμα «Περί προσωρινής διαιρέσεως των Επισκοπών του Βασιλείου της Ελλάδος» ιδρύθηκαν με βάση τη διοικητική διαίρεση του Κράτους σε δέκα νομούς ισάριθμες μόνιμες επισκοπές καθεμιά από τις οποίες έλαβε την ονομασία του αντίστοιχου νομού, αλλά και σαράντα ακόμη προσωρινές, για να τακτοποιηθούν οι  αρχιερείς των οποίων οι επαρχίες θα καταργούνταν, καθώς κι εκείνοι που είχαν καταφύγει από τις υπόδουλες περιοχές του Ελληνισμού στο ελεύθερο Ελληνικό Κράτος. Κατ’ εφαρμογή του παραπάνω διατάγματος στο νεοσύστατο νομό «Αχαΐας και Ήλιδος» ιδρύθηκαν τέσσερις νέες επισκοπές, μια μόνιμη, η «Αχαΐας» με έδρα την Πάτρα, και τρείς προσωρινές, η «Ηλείας» με έδρα τον Πύργο, η «Αιγιαλείας» και η «Κυναίθης» (στην περιοχή των Καλαβρύτων). Η όλη αυτή εκκλησιαστική ανακατάταξη είχε ως αποτέλεσμα η ιστορική Μητρόπολη Παλαιών Πατρών να υποβιβαστεί σε επισκοπή και να λάβει τον τίτλο «Αχαΐας» ως η μόνιμη επισκοπή του νομού, με την οποία συνενώθηκε τον Ιούνιο του 1834 η επισκοπή Ηλείας και ανατέθηκε η ευθύνη της «πνευματικής επιστασίας και διευθύνσεώς» της στον εκάστοτε επίσκοπο Αχαΐας, και, στην τότε χρονική περίοδο, στον νεοεκλεγέντα επίσκοπο, μητροπολίτη πρώην Μετρών, Μελέτιο Γημαράκη (1834-1840), έναν ικανό και έμπειρο ιεράρχη, ο οποίος κλήθηκε κατά την εξαετή σχεδόν διάρκεια της ποιμαντορίας του να αντιμετωπίσει αρκετά από τα σοβαρά ζητήματα που ταλάνιζαν και τις δύο εκκλησιαστικές επαρχίες, της Αχαΐας και της Ηλείας, σαφή εικόνα των οποίων προσφέρει η υπό έρευνα έκθεσή του της 8ης Μαρτίου 1837 προς την Ιερά Σύνοδο, για το έτος 1836.

1. Η κατάσταση των Ενορικών Ναών, τα Εκκλησιαστικά  Έσοδα, οι Ενοριακές Επιτροπές και τα Επισκοπικά Δικαιώματα

       Οι συνέπειες της μακράς δουλείας, αλλά και του απελευθερωτικού αγώνα για την ανασύσταση του Ελληνικού Κράτους είχαν ως αποτέλεσμα την παραμέληση και ερήμωση πολλών από τους ενοριακούς και μη ναούς της επισκοπής, των οποίων η κατάσταση και μετά την ίδρυση του Βασιλείου το 1833 εξακολουθούσε να παραμένει λόγω της παντελούς σχεδόν εγκατάλειψής τους εξαιρετικά άσχημη. Για το λόγο αυτό και ο επίσκοπος αισθάνεται την ανάγκη να ενημερώσει σχετικά την Ιερά Σύνοδο τονίζοντας ότι παρόλο που η φροντίδα των ενοριακών και των άλλων χώρων λατρείας είχε ανατεθεί από την πολιτεία στις δημοτικές αρχές, αυτοί παρέμεναν ακόμη σε μεγάλο βαθμό παραμελημένοι και μάλιστα εκείνοι των πόλεων και κωμοπόλεων της επισκοπής, αφού από τις επιτόπιες επισκέψεις του διαπίστωνε ότι δεν τηρούνταν συνήθως η απαιτούμενη για την ιερότητα των χώρων καθαρότητα και ευπρέπεια, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν για το σκοπό αυτό διορισμένες ενοριακές επιτροπές που αποτελούνταν από κατοίκους-μέλη των ενοριών. Οι επιτροπές αυτές όμως, σημειώνει ο επίσκοπος, αντί να φροντίζουν για τη συντήρηση και την ευπρέπεια των ναών, θεωρούσαν ως μοναδικό τους καθήκον τη συλλογή των εκκλησιαστικών εσόδων με το «να περιφέρωσι τους δίσκους εν καιρώ ακολουθίας και να συνάζωσι τα καταβαλλόμενα», των οποίων βέβαια η τύχη στη συνέχεια κατά κανόνα αγνοούνταν, αφού δεν είχε ληφθεί καμία πρόνοια για έλεγχο από την πολιτεία με συνέπεια η διαχείριση των εσόδων να είναι απολύτως αδιαφανής και ύποπτη. Γι’ αυτό και διερωτάται χαρακτηριστικά : «τι δε γίνονται ταύτα· ποια η χρήσις των», αφήνοντας σαφή υπαινιγμό για υπεξαίρεση και κλοπή τους. Αποδοκιμάζοντας μάλιστα την έκνομη αυτή κατάσταση υπογραμμίζει πως είναι «λυπηρόν και απρεπέστατον» τα εκκλησιαστικά έσοδα να μην διατίθενται για τον σκοπό που συλλέγονται δηλαδή για τη συντήρηση και ευπρέπεια των ναών, ψέγοντας παράλληλα εμμέσως και την αδιαφάνεια της διαχείρησής τους αλλά και της άδικης απώλειάς τους με το να τονίζει ότι είναι περισσότερο ασεβές από οτιδήποτε άλλο το γεγονός ο κάθε ναός «να μην έχη και οποίαν απαιτεί μικράν ή μεγάλην ευπρέπειαν και καλλωπισμόν».
      Θύμα της ανεξέλεγκτης και συνάμα τραγικής αυτής κατάστασης στη διαχείριση των ενοριακών ταμείων υπήρξε και ο ίδιος ο επίσκοπος, ο οποίος,  σύμφωνα με τα θεσπισθέντα από την Εκκλησία κανονικά και την πολιτεία νόμιμα δικαιώματά του, έπρεπε να λαμβάνει τα απαραίτητα  για τη διαβίωσή του από τα έσοδα των ενοριακών ταμείων. Αυτό όμως στην περίπτωση της επισκοπής Αχαΐας όχι μόνο δεν τηρούνταν, αλλά, όπως σημειώνει ο Μελέτιος, στην προσπάθεια διεκδίκησης αυτού του κατά πάντα κανονικού και νομίμου δικαιώματός του, αντιμετώπιζε σοβαρότατες δυσκολίες και ανυπέρβλητες δυστροπίες από την ανοίκεια συμπεριφορά των μελών των ενοριακών επιτροπών, πράγμα που τον ανάγκαζε και μάλιστα συχνά να καταφεύγει για την είσπραξη των επισκοπικών δικαιωμάτων σε «πειθαναγκαστικά» μέτρα μέσω της πολιτικής αρχής. Η όλη διαδικασία της συλλογής των εσόδων του επισκόπου θα πρέπει να ήταν τόσο σκανδαλώδης για το λαό, λόγω των άδικων συκοφαντιών των μελών των επιτροπών εναντίον του επισκόπου και γι’ αυτό τόσο ψυχοφθόρα για το Μελέτιο, ώστε να εισηγείται στην Ιερά Σύνοδο προκειμένου να διατηρηθεί, όπως αναφέρει, ανεπηρέαστο το επισκοπικό κύρος, να μην υποφέρει ο ίδιος από τις συνέπειες των αντιδράσεων αλλά και να μην σκανδαλίζεται ο λαός του Θεού από τις άδικες συκοφαντίες εναντίον του, να αλλάξει άρδην ο τρόπος της εισπράξεως του πόρου αυτού, ώστε, όπως σημειώνει, «να μην καταντά ο Επισκοπικός χαρακτήρ εις παρομοίαν χαμέρπειαν, ως άλλος επαίτης ζητών ο επίσκοπος από τον μεν και δε τα προς το ζήν αναγκαία του».

2. Ο Ιερός Κλήρος της Επισκοπής

      Αλλά και η κατάσταση του κλήρου της επισκοπής εκείνη την εποχή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως εξαιρετικά δύσκολη και οδυνηρή, καθώς βρισκόταν στην πλειοψηφία του σε βαθιά πνευματική και ηθική κατάπτωση αλλά και τραγική υλική ένδεια. Γνωρίζοντας ο Μελέτιος τις τρομερές συνέπειες της μακρόχρονης δουλείας για το Γένος και την Εκκλησία, όπως και το εμπερίστατο του κλήρου σε όλη αυτή την περίοδο, τονίζει, ότι παρά τις όποιες αδυναμίες του ο κλήρος της επαρχίας του «είναι άξιος της κοινής ευγνωμοσύνης», διότι επιτέλεσε την αποστολή του με τη συμπαράσταση της θείας Πρόνοιας εν μέσω ποικίλων συμφορών και περιστάσεων και μάλιστα αγωνιζόμενος με θάρρος και αυταπάρνηση στον αγώνα υπέρ της ανεξαρτησίας. Η έλλειψη μέριμνας και οργανώσεώς του όμως από το κράτος σε συνδυασμό με την «παχυλήν αμάθειαν» που χαρακτήριζε το μεγαλύτερο μέρος του εξαιτίας «του δεσποτισμού και της τυραννίας» των Οθωμανών είχαν ως αποτέλεσμα τη βαθιά ηθική του κατάπτωση που οφειλόταν κατά κύριο λόγο στην αμάθεια που τον χαρακτήριζε, κάτι που είχε ως συνέπεια και τη μη τήρηση κι εφαρμογή από την πλειοψηφία του των εκκλησιαστικών κανόνων και των οδηγιών της Ιεράς Συνόδου, ιδιαιτέρως μάλιστα εκείνων που αφορούσαν στο θεσμό του γάμου, όπου, χωρίς να κάνει ιδιαίτερη αναφορά, σημειώνει, ότι παρατηρούνταν τα σοβαρότερα προβλήματα με τη συστηματική παραβίαση των σχετικών «αποστολικών νόμων και διατάξεων».
         Ενώ όμως, όπως υποστηρίζει, ο κλήρος στην πλειονότητά του επιτελούσε παρά τις όποιες δυσκολίες επαρκώς το έργο του, επαινώντας μάλιστα ιδιαιτέρως για την «διαγωγήν», την «παιδείαν» και τη συνέπεια στην εκπλήρωση των καθηκόντων τους τον πρωτοσύγκελλο Θεόφιλο Βλαχοπαπαδόπουλο και τον αρχιδιάκονο της επισκοπής, επισημαίνει παράλληλα ότι υπήρχαν κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις κληρικών, οι οποίοι «μηδόλως προσέχοντες εις τα ιερά των καθήκοντα», εκτρέπονται λόγω της αμάθειάς τους τόσο από τα ιερατικά και εν γένει θρησκευτικά τους  καθήκοντα, όσο και από τα πολιτικά, αυτά δηλαδή «του αληθινού χριστιανού και του αγαθού πολίτου», με κυριότερο και σπουδαιότερο την άρνησή τους να υπακούσουν στην εκκλησιαστική τους αρχή, τόσο μάλιστα, που ακόμη και τα μέσα της πολιτικής εξουσίας δεν αποδεικνύονταν ικανά πολλές φορές για να «τιμωρήσωσι τα σφάλματα είτε παρεκτροπάς» αυτών των κληρικών. Η απάδουσα με το ιερατικό ήθος αυτή συμπεριφορά είχε ως συνέπεια να αναφύονται συχνά οδυνηρότατες έριδες μεταξύ κληρικών, ιδιαιτέρως μάλιστα στην Πάτρα και τον Πύργο, οι οποίες, κατά την εκτίμησή του, επέφεραν «δυστυχίαν» και καλλιεργούσαν «μυσαρά πάθη» στο ποίμνιο. Ως κυριότερη αιτία της ανώμαλης αυτής κατάστασης ο επίσκοπος θεωρούσε την γενικότερη έλλειψη παιδείας του κλήρου, γι’ αυτό και προβληματίζεται ιδιαίτερα για το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των κληρικών της επαρχίας του, τονίζοντας το γεγονός ότι η παρατηρούμενη σχεδόν γενική απαιδευσία του έχει ως συνέπεια να μην μπορεί στην πλειονότητά του «ούτε τα καθήκοντά του επακριβώς να κατανοήση» και να αισθανθεί, κάτι που συμβαίνει μόνο όταν οι ατακτούντες και παραβάτες κληρικοί βρίσκονται αντιμέτωποι με «την απαιτουμένην δύναμιν της επισκοπικής εξουσίας», εφόσον μόνο τότε και από το φόβο της επικείμενης τιμωρίας αναγκάζονται να επιτελούν τα καθήκοντά τους. Οι κληρικοί αυτοί όμως, ενώ πειθαρχούσαν προσωρινά, πολύ εύκολα και σύντομα αμελούσαν και πάλι την εκπλήρωση της οφειλόμενης πειθούς και υπακοής προς τον επίσκοπο, αλλά και την υποχρέωση της τήρησης των νόμων της πολιτείας, όπως και την «φιλαδελφείαν» προς τον πλησίον, εκτρεπόμενοι σε ενέργειες ξένες προς το αξίωμά τους. Για το λόγο αυτό και, εισηγούμενος στην Ιερά Σύνοδο, θεωρεί απαραίτητο να ληφθεί άμεσα μέριμνα για τη μόρφωση των υποψηφίων κληρικών, ώστε οι νεοχειροτονούμενοι να είναι κατάλληλα προετοιμασμένοι για το έργο τους με την πρόσληψη και κατοχή ικανής θύραθεν και χριστιανικής παιδείας. Ως άμεση λύση μάλιστα στο ζήτημα αυτό προτείνει την ίδρυση Εκκλησιαστικής Σχολής, στην οποία επιβάλλεται να φοιτούν πριν την χειροτονία τους όλοι ανεξαιρέτως «οι μέλλοντες ν’ αναβώσιν εις τον υψηλόν της ιερωσύνης βαθμόν», καθώς είναι απαραίτητο να οπλιστούν όχι μόνο «με την θείαν, αλλά και με την θύραθεν σοφίαν», η οποία θα αποτελέσει για τον μέλλοντα κληρικό το μέσον και το εργαλείο της διάδοσης των αληθειών της πίστεως. Η πεποίθηση αυτή του Μελετίου για την ανάγκη εκπαιδεύσεως του κλήρου με κύριο στοιχείο την «ηθικήν αναμόρφωσίν» του, αποτέλεσε έναν από τους κύριους στόχους της επισκοπικής του διακονίας, έτσι ώστε ο ιερός κλήρος να καταφέρει να «κατασταθή εν καιρώ εφάμιλλος της προγονικής αυτού κατά την σοφίαν ευκλείας και ικανός εις το να οδηγετή τον χριστεπώνυμον, της Ελλάδος, λαόν εις την αληθινήν πίστιν και ευσέβειαν».
      Τον επίσκοπο όμως δεν απασχολούσε μόνο το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο του κλήρου της επαρχίας του, αλλά και η τραγική κατάσταση του βιοτικού του επιπέδου, τονίζοντας γι’ αυτό ότι μια από τις πρώτες μέριμνές του μετά την ανάρρησή του στο θρόνο της επισκοπής ήταν να συστήσει «εις την πρόνοιαν της Ιεράς Συνόδου τους δυστυχήσαντας ως εκ των περιστάσεων ιερείς», αναφερόμενος ειδικά στον ιερομόναχο Γρηγόριο Ασημακόπουλο και τον ιερέα Ασημάκη Παπαποστολόπουλο. Η ενέργεια του αυτή δυστυχώς προσέκρουσε στην «επάρατον πλεονεξίαν» τριών ή τεσσάρων άλλων κληρικών της πόλεως των Πατρών, οι οποίοι, με τη συγκατάθεση δυστυχώς και των υπολοίπων, κατόρθωσαν να αποδυναμώσουν τη σύσταση της επισκοπής και να ακυρώσουν ουσιαστικά τις ενέργειες του επισκόπου να στηρίξει ως δίκαια τα παράπονα των παραπάνω κληρικών. Η άμεση αντίδραση του Μελετίου σε αυτή την αφιλάδελφη συμπεριφορά με προσπάθεια απομάκρυνσης του πρωτοστατούντος προφανώς στα γεγονότα εφημερίου της Παντανάσσης ιερομονάχου Ανανία και τη μετακίνησή του σε κάποιαν άλλη ενορία, φαίνεται ότι προκάλεσε σοβαρότατες αντιδράσεις και έντονες διαμαρτυρίες ενοριτών, ώστε να υπάρχει κίνδυνος διαίρεσης «εις την παρεμβολήν του Χριστού», όπως ονομάζει την τοπική Εκκλησία.
       Πέραν αυτών η επισκοπή φαίνεται επίσης ότι αντιμετώπιζε και οξύτατο πρόβλημα ελλείψεως κληρικών-εφημερίων στην ύπαιθρο, καθότι υπήρχαν αρκετά χωριά των οποίων οι κάτοικοι αναγκάζονταν, αν όχι στις άλλες εορτές και τις Κυριακές, οπωσδήποτε όμως την περίοδο του Πάσχα, να περιπλανώνται προκειμένου να εξομολογηθούν και να κοινωνήσουν «των αχράντων μυστηρίων». Το σημαντικότερο πρόβλημα όμως που απασχολούσε το Μελέτιο δεν ήταν τόσο η έλλειψη, όσο η σπανιότητα των κατάλληλων προσώπων προκειμένου να ενταχθούν στον κλήρο, γι’ αυτό και δεν κρύβει την αγωνία του τονίζοντας ότι σε πολλές περιπτώσεις υποχωρεί αναγκαστικά και ενδίδει σε προτάσεις και παρακλήσεις πιστών για χειροτονίες μη ικανών και άξιων κατά πάντα προσώπων. Και αυτό το πράττει, όπως διευκρινίζει, όχι διότι επιδιώκει να καταχραστεί τους ιερούς Κανόνες και να παραβεί τις παραγγελίες της Ιεράς Συνόδου, η οποία προέτρεπε τους επισκόπους να είναι φειδωλοί στο θέμα των χειροτονιών, άλλα προκειμένου να μην μείνει ο λαός, κυρίως στην ύπαιθρο, χωρίς λειτουργική και μυστηριακή ζωή, δηλαδή «να μη αφήνωμεν τον λαόν αμύητον όλως διόλου των θρησκευτικών καθηκόντων του». Επ’ αυτού μάλιστα φρονεί, ότι δεν είναι ορθό να απορρίπτονται αβασάνιστα οι αιτήσεις και οι προτάσεις για χειροτονία προσώπων χωρίς τα απαραίτητα προσόντα, αρκεί βέβαια αυτές να στηρίζονται σε σοβαρούς λόγους, εννοώντας προφανώς, ότι οι προτεινόμενοι θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον ηθικώς ανεπίληπτα πρόσωπα, σεβαστά και αποδεκτά από το μελλοντικό τους ποίμνιο. Η θέση αυτή του επισκόπου θεμελιώνεται στην πεποίθηση, κατά την άποψή μας, ότι, όταν ο λαός γνωρίζει τα «θρησκευτικά του χρέη» έχοντας απρόσκοπτη λατρευτική ζωή και στοιχειώδη ποιμαντική καθοδήγηση μέσω κυρίως του παραδείγματος του μη προσοντούχου αλλά ενάρετου κληρικού, θα καλλιεργείται πνευματικά και θα αναδεικνύεται «ως προς τα ήθη ημερώτερος και ως προς την κοινωνίαν ανεπιβλαβής». Πέραν αυτών όμως, με την παρουσία του εφημερίου σε κάθε ενορία και ιδιαίτερα σε αυτές της υπαίθρου επιλύονται και άλλα σημαντικά πρακτικά ζητήματα, κυρίως δε αποφεύγονται πολλές δυσάρεστες καταστάσεις και τραγικά φαινόμενα, όπως το να πεθαίνουν βρέφη αβάπτιστα και ενήλικες χωρίς εξομολόγηση και θεία Κοινωνία, ή ακόμη και χωρίς να ψαλεί η νεκρώσιμος επιτάφιος ακολουθία.

3. Οι Ιερές Μονές και οι Μοναχοί

        Για το Μοναχισμό και τις Μονές ο 19ος αι. επιφύλασσε σκληρή δοκιμασία από τις ενέργειες της Οθωνικής Αντιβασιλείας με συνέπεια την κατάργηση πολλών από αυτές και τη διαρπαγή των περιουσιών τους. Παρά ταύτα, κατά την περίοδο της τοπικής Εκκλησίας των Πατρών ως επισκοπής Αχαΐας συνενωμένης με την επισκοπή Ηλείας, στην κατεξοχήν περιοχή της επισκοπής Αχαΐας λειτουργούσαν με  αξιοσημείωτη προσφορά αρχικά δέκα και κατόπιν έξι ανδρικές μονές, οι Γηροκομείου, Μαρίτσης, Φιλοκάλη, Ομπλού, Μπαμπιώτη, Ευαγγελίστριας, Νοτενών, Αγ. Πάντων, Ελεούσης και Χρυσοποδαριτίσσης, ενώ στην περιοχή της Ηλείας επτά, αυτές της Παναγίας Ελεούσης Λυγιάς, Παναγίας των Βλαχερνών Κυλλήνης, Κοιμήσεως Θεοτόκου Σκαφιδιάς, Κοιμήσεως Θεοτόκου Κρεμαστής, Αγ. Νικολάου Φραγκοπηδήματος, Κοιμήσεως Θεοτόκου Πορετσού και Χρυσοπηγής Δίβρης.
       Εξαιτίας των πολλών και σοβαρών προβλημάτων που αντιμετώπιζε ο μοναχισμός την εποχή αυτή στην επαρχία του αλλά και σε ολόκληρο το νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος από την αποδεδειγμένα αντιμοναχική στάση της Αντιβασιλείας, ο Μελέτιος εργάστηκε ιδιαίτερα και στην κατεύθυνση της ανακούφισης των μονών και της υλικής ενίσχυσης των μοναχών. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, η πλειονότητα των μονών αντιμετώπιζε σοβαρότατα οικονομικά προβλήματα, τέτοια μάλιστα που να θεωρεί απαραίτητη τη μεσολάβηση της Ιεράς Συνόδου για τη φορολογική τους ελάφρυνση, αλλά και για να επιτραπεί στις αδελφότητές τους να καλλιεργήσουν μέρος της δεσμευμένης περιουσίας τους προκειμένου να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα για την επιβίωσή τους, εφόσον οι εκεί ενασκούμενοι μοναχοί, ένεκα των ποικίλων στερήσεων, ζούσαν «με μεγάλην λιτότητα και σκληραγωγίαν». Ειδικότερα μάλιστα ζητά από την Ιερά Σύνοδο να φροντίσει ώστε να εξαιρεθούν κάποιες από τις μονές «εκ του δευτέρου δεκάτου» της φορολογίας, ενώ για τις υπόλοιπες προτείνει να προσφερθεί διευκόλυνση προκειμένου να προχωρήσουν στην καλλιέργεια τουλάχιστον της μισής από την περιουσία τους, με σκοπό και οι εκεί εγκαταβιούντες μοναχοί να αποκτήσουν «τα προς το ζήν», αλλά και το «εκκλησιαστικόν ταμείον» να ωφεληθεί από επιπλέον έσοδα.
     Το κυριότερο πρόβλημα που αντιμετώπισε όμως ο επίσκοπος την περίοδο αυτή με τις μονές ήταν η εφαρμογή του «διοργανισμού», δηλαδή του νέου κανονισμού λειτουργίας τους, ο οποίος, όπως διαβεβαιώνει την Ιερά Σύνοδο, εισήχθη μεν σε όλες τις μονές της δικαιοδοσίας της επισκοπής, η εφαρμογή του όμως παρουσίαζε αρκετές δυσκολίες κυρίως ως προς την υλοποίηση των διατάξεων που αφορούσαν «το λογιστικόν μέρος», δηλαδή τη διαχείριση των εσόδων και μάλιστα παρόλη την προσπάθεια και τις αυστηρές παραγγελίες του επισκόπου. Τη δυσκολία αυτή ο Μελέτιος θεωρεί εν πολλοίς δικαιολογημένη, αποδίδοντάς την κυρίως στην απαιδευσία των μοναχών αλλά και στο καινοφανές «του πράγματος», επαινώντας παράλληλα την ανεπίληπτη διαγωγή των ενασκουμένων σ’ αυτές μοναζόντων, οι οποίοι παρέμεναν αυστηρά προσηλωμένοι στα μοναχικά τους καθήκοντα χωρίς να εμπλέκονται «ταις του βίου πραγματίαις», ζώντας υποδειγματικά τον μοναχικό τους βίο «προσευχόμενοι, διδάσκοντες και εργαζόμενοι πάσαις ταις ημέρες της ζωής αυτών».

4. Η πνευματική κατάσταση του Λαού
      
     Οι δοκιμασίες του λαού από τη μακραίωνη οθωμανική τυραννία, σύμφωνα με την έκθεση, φαίνεται ότι δε στάθηκαν ικανές να κάμψουν εκτός από την εθνική του συνείδηση και την εκκλησιαστική του πίστη. Γι’ αυτό και οι κάτοικοι των περιοχών της πνευματικής δικαιοδοσίας της επισκοπής εξακολουθούσαν να παραμένουν στην πλειονότητά τους «ευλαβείς πρός τα θεία, πιστοί εις τα δόγματα της Ανατολικής, του Χριστού, Εκκλησίας και φύλακες ακριβείς των κανονικών διατυπώσεων». Παρατηρούνταν όμως την περίοδο αυτή κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις πιστών που λόγω της «θύραθεν σοφίας τους […]εξώκειλον […] εις παραλογισμούς ασεβείας», με συνέπεια να παραμελούν τη λειτουργική και την εν γένει πνευματική εκκλησιαστική τους ζωή, ενώ υπήρχαν και κάποιοι από τους πιστούς  στην ύπαιθρο κυρίως, στις ψυχές των οποίων, λόγω των διαφόρων  προλήψεων, είχαν παρεισφρήσει «κακαί έξεις ως πρός τον πολιτικόν βίον των», στη θεραπεία των οποίων προσβλέπει ο επίσκοπος μέσω του μελλοντικού πεπαιδευμένου κλήρου, «από τον οποίον ο λαός μυείται τα χριστιανικά καθήκοντά του».

5. Συμπεράσματα

     Η επισκοπή Αχαΐας κατά την περίοδο μετά την απελευθέρωση και ιδιαίτερα μετά την ίδρυση του Ελληνικού Βασιλείου φαίνεται ότι αντιμετώπιζε σοβαρότατα οργανωτικά και άλλα λειτουργικά προβλήματα, ως συνέπεια της μακρόχρονης δουλείας, αλλά και του αγώνα για την ανεξαρτησία. Το κυριότερο και ανανθοδέστερο από αυτά, σύμφωνα με την έκθεση του Μελετίου, ήταν η τραγική κατάσταση του κλήρου εξαιτίας της σχεδόν πλήρους απαιδευσίας του, αλλά και του πολύ χαμηλού βιοτικού του επιπέδου, ενώ παρατηρούνταν και σοβαρή έλλειψη εφημερίων για τις ενορίες της υπαίθρου, κυρίως όμως κατάλληλων και μάλιστα πεπαιδευμένων προσώπων υποψηφίων για χειροτονία. Σημαντικό ακόμη πρόβλημα για την επισκοπή αποτελούσε και η δύσκολη οργανωτική και οικονομική κατάσταση των μονών, γι’ αυτό και ο επίσκοπος φρόντισε ιδιαίτερα για την φορολογική τους ανακούφιση, αλλά και για την εφαρμογή του νέου κανονισμού («διοργανισμού») με σκοπό την εύρυθμη λειτουργία τους. Εκτός αυτών όμως ιδιαίτερης σημασίας ζήτημα για την ομαλή λειτουργία της επισκοπής στον τομέα του αγιαστικού και ποιμαντικού της έργου αποτελούσε και η ανακαίνιση και συντήρηση των ενοριακών και άλλων ναών, των οποίων η κατάσταση μόνο ως εξαιρετικά άσχημη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, πράγμα που οφειλόταν στην έλλειψη σχετικής μέριμνας από την πολιτεία, κυρίως όμως στη μη χρηστή διαχείριση και ως συνέπειά της στη μη διάθεση των ενοριακών εσόδων για τη συντήρηση και λειτουργία τους από τις ενοριακές επιτροπές, οι οποίες απέδιδαν επίσης με πολύ δυσκολία και κατόπιν πιέσεων ακόμη και αυτά τα κανονικά και νόμιμα δικαιώματα του επισκόπου. Τέλος, όσον αφορά την πνευματική κατάσταση του λαού, από την έκθεση προκύπτει, ότι στην πλειονότητά του διατηρούνταν σε ικανοποιητικό πνευματικό επίπεδο στα θέματα που αφορούσαν την πίστη και την πνευματική ζωή, εκτός από μεμονωμένες περιπτώσεις που είτε λόγω της αρνητικής επιρροής από τη θύραθεν παιδεία τους, είτε λόγω της απαιδευσίας τους εκτρέπονταν από την πίστη και τα καθήκοντα τους ως μέλη της Εκκλησίας.


* Ολόκληρο το άρθρο με παραπομπές στην εφημερίδα «Ο Εκκλησιολόγος» 421/ 25-07-2015, σ. 8-9 (το κείμενο) &  422/01-08-2015 (οι παραπομπές).

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Εμπεριστατωμένη και πρωτότυπη μελέτη. Συγχαρητήρια. Θα έπρεπε μόνο να υπάρχουν και εδώ οι υποσημειώσεις. Αν μπορεί να μπουν καλό θα ήταν.

Ανώνυμος είπε...

Πολύ καλή δουλειά. Συγχαρητήρια

Ανώνυμος είπε...

Σπουδαία μελέτη. Συγχαρητήρια. Πολλά μπράβο στον π. Ευάγγελο.