Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

«Εὑρήκαμεν τόν Μεσσίαν» - π Γρηγόριος Μουσουρούλης

Ἀποστόλου Ἀνδρέου
Λόγος εἰς τό Εὐαγγέλιον
Μιμητής τοῦ Χριστοῦ
 «Εὑρήκαμεν τόν Μεσσίαν» (Ἰω.α΄42)
˜˜˜˜˜˜˜˜

«Εὑρήκαμεν τόν Μεσσίαν»
                 Μιά λέξη πού κάποτε ἠλέκτριζε τούς ἀνθρώ­πους καί ἰδιαίτερα τούς ἐρευνητές, ἦταν ἡ λέξη «ἀνα­κάλυψη». Καί ὅταν τήν ἐπετύγχαναν γέμιζαν ἀπό χαρά. Ὁ ἀρχαῖος σοφός ἔπειτα ἀπό τήν φυσική  ἀνακάλυψη τῆς ὑδροστατικῆς, βγῆκε στούς δρόμους καί φώναζε γεμάτος χαρά: «εὕρη­κα, εὕρη­κα». Τήν ἀνακάλυψη τοῦ Ἀρχιμήδη ἀκο­λούθησαν διά μέσου τῶν αἰώνων ἀμέτρητες ἀνακαλύψεις, πολλές ἀπό τίς ὁποῖες ὑπῆρξαν εὐεργετικότατες γιά τήν ἀνθρωπότητα καί τῆς πρόσφεραν μεγάλη χαρά. Καμμία ὅμως ἀνακάλυ­ψη δέν ὑπῆρξε τόσο σπουδαία, ὅσο ἡ ἀνακάλυψη τοῦ μεγάλου ψαρᾶ τῆς Βηθσαϊδᾶ τοῦ ὁποίου τήν μνήμη γιαρτάζουμε σήμερα. Καί κανένα «εὕρηκα" δέν μπορεῖ νά ἀντιπαραβληθεῖ μέ τό «εὑρή­καμεν» τοῦ Πρωτοκλήτου Ἀποστόλου, οὔτε νά ἀντισταθμίσει τό βάρος του. Ἡ ἀνακάλυψη τοῦ Ἀνδρέα στίς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη δρομολόγησε τή νέα ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας.
                Γνήσιος ἀναζητητής τῆς Ἀλήθειας ὁ Ἀνδρέας, ὅταν συναντήθηκε μαζί Της στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ τῆς παραδόθηκε ἄνευ ὅρων. Τήν ἀγάπησε μέ ὅλη του τήν καρδιά καί τήν ὑπηρέτησε μέχρι τά ὀγδόντα του χρόνια πού μαρτύρησε γιά τόν Χριστόν πού εἶναι ἡ «ὁδός καί ἡ Ἀλήθεια καί ἡ ζωή».
Ἄς παρακολουθήσουμε μέ προσοχή τήν μεγάλη συνάντηση, ὥστε νά συλλά-βουμε τά σωτήρια μηνύματα πού μᾶς προσφέρει.

****
«Εὑρήκαμεν τόν Μεσσίαν»
                Ἦταν προχωρημένη ἀπογευματινή ὥρα, ὅταν τό «πετεινόν τῆς ἐρήμου», ὁ Πρόδρομος Ἰωάννης σηκώνοντας τό λιπόσαρκο χέρι ἔδειξε στούς μαθητές του Ἐκεῖνον πού πλησίαζε στή μαγευτική ὄχθη τοῦ Ἰορ­δάνη. Σάν θριαμβευτική σάλπιγγα σαλπίζει: «ἴδε ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ, ὁ αἵρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰω. α΄29). Τότε δυό ἀπό τούς μαθητές του, νοσταλγοί τῆς νέας ἐποχῆς, τῆς ἐποχῆς τοῦ Μεσσίου, ὁ Ἀνδρέας καί ὁ Ἰωάννης, ἐγκαταλείπουν τό Δάσκαλό τους καί πηγαίνουν πρός τόν Ἰησοῦν. Ἀσυγκράτητη ἡ δύναμη τῆς καρδιᾶς τους τούς σπρώχνει νά τόν ἀκολουθή­σουν. Ἦταν, ἀδελφοί μου, «τό πρῶτο βῆμα τοῦ κόσμου, νά πλησιάσει τό Χριστό». Ἀπό ἐδῶ καί πέρα ἡ συνάντηση γίνεται θέμα ἀπόλυτα προσωπικό. Τόν ἀκολουθοῦν κατά πόδι. Θέλουν νά τοῦ μιλήσουν.
                Κι Ἐκεῖνος φιλικά τούς διευκολύνει. Γυρί-ζοντας πίσω τούς ἐρωτᾶ: «τί ζητεῖτε»; «Ραββί ποῦ μένεις»; Δάσκαλε, ποῦ μένεις ἐρωτᾶ μέ λαχτάρα ὁ Ἀνδρέας. Σάν νά τοὔλεγε: Θέλω νά ‘ρθῶ στό σπίτι σου. Νά σοῦ μιλήσω. Ν’ ἀκού­σω τή φωνή σου. Νά μείνω κοντά σου. Δικός σου. Καί ἡ ἀπάντηση ἔρχεται ἄμεσα. «Ἔρχεσθε καί ἴδετε...». Ἐλᾶτε νά δεῖτε. Τόν ἀκολούθησαν. Ἔφθασαν στό κατάλυμμά του καί ἔμειναν κοντά του τήν ἡμέρα ἐκείνη. Τόση ἐντύπωση ἔκαμε στίς ψυχές τους ἡ συναναστροφή μέ τόν Διδάσκαλο, ὥστε ἔπειτα ἀπό ἀρκετές δεκαετίες θά θυμοῦνται ἀκόμη καί τήν ὥρα τῆς συνάντησης·  «ὥρα ἦν ὡς δεκάτη». 4 τό ἀπόγευμα.
                Ἀπό τή συνάντηση αὐτή καί ἀπό τά ὅσα ἄκου­σεν ὁ Πρωτόκλητος ἀπό τό στόμα τοῦ Κυρίου πείσθηκε ὅτι αὐτός πράγματι εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ Λυτρωτής τοῦ κόσμου, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Καί ἡ ψυχή του γέμισε ἀπό χαρά. Ἐπί τέλους. Ὁ πόθος πού εἶχαν οἱ ἄνθρωποι γιά τή σωτηρία τους πραγματοποι­οῦνταν. Ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου εἶχεν ἔλθει. Τή χαρά του ὅμως γιά τό μεγάλο γεγονός, τήν εὐλογία νά γνωρίσει τό Χριστό καί νά εἶναι αὐτός ὁ πρωτόκλητος μαθητής του, ὁ Ἀνδρέας δέν τήν κρατᾶ γιά τόν ἑαυτό του. Θέλει νά τήν μεταδώσει. Νά τήν πεῖ καί σέ ἄλλους. Ζῆλος πολύς γιά τό Χριστό ἀνάβει στήν ψυχή του. Καί φεύγοντας ἀπό τόν Κύριο τρέχει. Ποῦ πάει; Ποῦ ἀλλοῦ παρά στόν ἀδελφό του. Σ’ αὐτόν ἔρχεται νά ἀναγγείλει τό χαρμό-συνο μήνυμα. «Εὑρίσκει Ἀνδρέας πρῶτος τόν ἀδελφόν τόν ἴδιον Σίμωνα καί λέγει αὐτῷ· εὑρή-καμεν τόν Μεσσίαν» (Ἰω. α΄42). Καί δέν τοῦ τό λέγει μόνο. Ἀλλά ἄν καί εἶχεν ἀρχίσει νά νυκτώ-νει, «ἤγαγεν αὐτόν πρός τόν Ἰησοῦν», τόν πῆρε σάν ἀπό τό χέρι καί τόν πῆγε στόν Χριστό. Δέν ἀνεχόταν νά χαθεῖ ἡ ἡ ἡμέρα ἐκείνη καί ἡ εὐκαι-ρία πού παρουσιάσθηκε.
                Καί τό μεγαλύτερο θησαυρό ἄν εἶχε βρεῖ ὁ Ἀν­δρέας, δέν θά ἐκφραζόταν μέ τέτοιο ἐνθουσια­σμό πρός τόν ἀδελφό του.  Τί εἶναι ὅμως οἱ ἐπί­γειοι θησαυροί μπροστά στό Χριστό; Εἶναι ποτέ δυνατό ἐπίγειοι θησαυροί, ὁσονδήποτε πολλοί καί ἄν εἶναι, νά ἱκανο­ποιήσουν τούς πόθους τῆς ψυ­χῆς τοῦ ἀνθρώπου; Ὑλι­κοί καθώς εἶναι, ἱκανοποι­οῦν ὑλικῶς τόν ἄνθρωπο. Τοῦ δίνουν ὅλα τά μέσα γιά ἀνέσεις καί καλοπέραση, γιά ταξίδια καί ἀπόκτηση ἀκριβῶν ἀντικειμένων. Ἀλλά ἡ ψυχή, πού τήν ἔπλασεν ὁ Δημιουργός νά ζητεῖ τό ἀνώτερο καί ὑψηλότερο εἶναι ποτέ δυνατό νά βρεῖ τέλεια ἱκανοποίηση σ’ αὐτά;
                Ἡ ψυχή γιά νά χορτάσει πρέπει νά βρεῖ, νά ἑνωθεῖ μέ  Ἐκεῖνον πού τή δημιούργησε, καί ἔβαλε μέσα της  μεγάλους καί ὑψηλούς πόθους. Καί ἐκεῖνος δέν εἶναι ἄλλος παρά ὁ Χριστός.
                Αὐτό τό κατάλαβε καλά ὁ Ἀνδρέας ἀπό τήν πρώτη στιγμή. Καί διαγράφει μέ τόν ἱεραπο­στολικό του ζῆλο τό δικό μας καθῆκον ἀπέναντι στούς συνανθρώ­πους μας ἀρχίζοντας ἀπό τό ἴδιο τό σπιτικό μας. Τό καθῆκον ὅσων ἐγνωρίσαμε τόν Χριστόν εἶναι ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι νά γνωρίσουν τό Χριστό, γονεῖς, ἀδελφοί, συγγενεῖς, συνά-δελφοι, οἱ πάντες νά γευθοῦν καί αὐτοί τίς δωρεές Του, μέ τήν πίστη καί τόν ἔνταξή τους στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία Του.
                Εἶναι καθῆκον τῶν πιστῶν, πάντοτε, ἰδιαίτε-ρα σήμερα νά φροντίζουν τό ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς. Ὁ σημερινός ἄνθρωπος ἕνα πράγμα ἔχει ἀνάγκη· νά γνωρίσει τόν Χριστόν. Νά συνδεθεῖ μαζί Του. Νά ζήσει τή ζωή τοῦ Εὐαγγελίου, γιά νά γίνει  πραγματικά ἐλεύθερος καί νά ζήσει ὄντως εὐτυχισμένος ( Α΄Τιμ. ε΄8). Ἔχουμε χρέος, ἀδελφοί μου, νά κάνουμε ὅ,τι εἶναι δυνατόν γιά τήν σωτηρία τῶν συνανθρώπων μας ἰδιαίτερα τῶν οἰκείων μας. Ἔχουμε καθῆκον νά προσευχόμαστε γι’  αὐτούς. Νά τούς μιλοῦμε γιά τήν πίστη καί τό Χριστό. Νά τούς ὁμιλοῦμε γιά τήν ἀνάπαυση καί τή χαρά πού βρήκαμε κοντά στό Χριστό. Γιά τίς εὐλογί­ες πού ἀπολαμβάνει ἡ ψυχή μας μέσα στήν Ἐκκλησία. Πρό παντός ὅμως νά τούς δίνουμε παράδειγμα μέ τή ζωή μας. Παράδειγμα ζωῆς χριστι­ανι­κῆς, συνεποῦς καί ἀφοσιωμένης στό Θεό.
****
        Ὁ Πρωτόκλητος Ἅγιος Ἀνδρέας μετά τήν ἱεραποστολή στό οἰκογενειακό του περιβάλλον καί ὕ­στερα ἀπό τριετῆ μαθητεία κοντά στό Μονα-δικό Διδάσκαλο, τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, νοιώθει τόν ἑαυτό του ἕτοιμο, ν’ ἀνοίξει τά φτε-ρά, γιά τήν πραγμάτωση τῆς Κυριακῆς ἐντολῆς: «πορευθέντες, μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη...».        Πρῶτος, μαζί μέ τούς Δώδεκα πρώτους ξεκινᾶ ὁ Πρωτόκλητος. Γιά τόν τόπο πού τό Πανάγιο Πνεῦμα ἔδειχνε στόν καθένα.
        Ἀφοῦ κήρυξε στήν Παλαιστίνη καί τήν Ἀντι­όχεια τῆς Συρίας, ἦλθε στά μέρη τοῦ Πόντου. Στά βόρεια καί νότια παράλιά του. Ἐκήρυξεν ἐκεῖ σέ λαούς βαρβάρους. Κινδύψε νά θανατωθεῖ ἀπ’ αὐτούς. Στή συνέχεια ἦλθε στό Βυζάντιο, ὅπου πρῶτος ἵδρυσε τήν Ἐκκλησία τοῦ πρώτου Θρόνου τῆς Οἰκουμενικῆς Ὀρ­θοδοξίας. Κατόπιν πέρασε στή Θράκη καί  τή Μακεδονία, γιά νά καταλήξει στήν Πελοπόννησο καί συγκεκριμένα στήν πόλη τῶν Πατρῶν, ὅπου πλήθη λαοῦ δέχτηκαν τό κήρυγμά του, καί ὁδηγήθηκαν στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἀνάμεσα στίς κατακτήσεις πού ἔκαμε ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ στήν Πάτρα εἶναι ὁ ἀνθύπατος Λέσβιος, ἡ Μαξιμίλλα ἡ σύζυγος τοῦ Αἰγεάτη τοῦ νέου ἀνθυπάτου, καί ὁ ἀδελφός του μαθηματικός Στρατο­κλῆς, τόν ὁποῖο ὁ Ἀπόστολος καθιστᾶ ἐπίσκοπο τῶν Πα­τρῶν. Ὁ Αἰγεάτης ὅμως μένει σκληρός καί ἀμετά­πει­στος. Ἀπειλεῖ τόν Ἀπόστολο μέ θάνατο σταυρικό. Ἡ μεγάλη ὥρα ἦρθε. Μέ χαρά λέγει ὁ Ἀπόστολος θά ὑποστῶ τό σταυρικό θάνατο, κατά τό παράδειγμα τοῦ Κυρίου μου. Τό ἔργο πού τοῦ ἀνέθεσεν ὁ Κύριος τό ἔχει φέρει εἰς πέρας. Ἕνας λαός ὁλόκληρος βρῆκε τό Μεσσία, χάρις στό ζῆλο τοῦ Πρωτο-κλήτου Ἀποστόλου. Καί τώρα ἀπό τό ὕψος τοῦ σταυροῦ του προσφέρει τήν τελαυταία διδαχή στά πνευματικά του παιδιά. «Ἀδελφοί μου, λέγει, μή παρασύρεσθε ἀπό τήν ἀπάτη τοῦ κόσμου τούτου. Ἀποτινάξετε τήν κακότητα... Γίνεσθε κα­θαροί καί τέλειοι… γιά νά ἀπολαύσετε τό κάλλος καί τήν αἰώνια δόξα». Καί ἀκολουθεῖ ἡ τελευταία του προσευχή «Πρόσταξε, Κύριε, νά ἔλθω πρός Σέ… τόν ὁποῖ­ον ἀγάπησα καί ὁμολόγησα». Ὁ Κύριος ἄκουσε τήν προσευχή του. Καί τελειώνοντας ἡ προσευχή, ἐτελεί­ωσε καί ἡ ἐπίγεια ζωή του.
****
«Εὑρήκαμεν τόν Μεσσίαν»

        Ἀδελφοί, ὁ Πρωτόκλητος Ἀπόστολος τοῦ Κυρίου μας ὅπως φάνηκε ἀπό τά ὅσα εἴπαμε, ἦταν ἄνθρωπος μέ πνευματικά ἐνδιαφέροντα. Ἀνῆκε στή μερίδα ἐκείνη τῶν εὐσεβῶν Ἰουδαίων πού ὄχι μόνο ἀνέμεναν τόν Μεσσία ἀλλά εἶχαν καί ὀρθές ἀντιλήψεις γιά τό πρόσωπό του.  Γι᾽αὐτό καί ἀκολούθησε τόν Τίμιο Πρόδρομο στήν ἀρχή. Ὅταν ὅμως ἐκεῖνος φανέρωσε τόν Μεσσία στούς μαθητές του, ὁ Ἀνδρέας τόν ἀγάπησε μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του καί ἐργάσθηκε μέ αὐταπάρνηση μέχρι μαρτυρίου γιά τήν ἐφρμογή τοῦ θείου θελήματος στή ζωή του καί τήν ἐξάπλωση τῆς βασιλείας Του πάνω στή γῆ. Τό παράδειγμά του ἄς μᾶς συγκινήσει. 
Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Μουσουρούλης